απαριθμητής

απαριθμητής
ο
αυτός που απαριθμεί, που υπολογίζει
2. όργανο για την ανίχνευση και μέτρηση ακτινοβολιών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απαριθμητής — ο όργανο το οποίο καταμετρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… …   Dictionary of Greek

  • Τσερένκοφ — ο. Ν φρ. α) «ακτινοβολία Τσερένκοφ» φυσ. οπτικό φαινόμενο που συνίσταται στην εκπομπή φωτεινής ακτινοβολίας ως αποτέλεσμα τής διέλευσης ηλεκτρικώς φορτισμένων σωματιδίων από ένα διαφανές μέσο με ταχύτητες μεγαλύτερες από την ταχύτητα με την οποία …   Dictionary of Greek

  • σπινθηρισμός — Φυσικό φαινόμενο, κατά το οποίο ένα ιονισμένο σωματίδιο, διασχίζοντας ορισμένες ουσίες, προκαλεί, κατά το μήκος της διαδρομής του, εκπομπή φωτονίων με συχνότητα που περιλαμβάνεται στο φάσμα των φωτεινών ακτινοβολιών. Ο σ., που συνοδεύει τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”